Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τα ιαματικά νερά

  • 1 вода

    вода ж 1) το νερό горячая (холодная) \вода το ζεστό (κρύο) νερό кипячёная \вода το βρασμένο νερό минеральная – το μεταλλικό νερό питьевая \вода το πόσιμο (или γλυκό) νερό газированная \вода η γκαζόζα 2) мн. (лечебные) воды τα ιαματικά νερά
    * * *
    ж
    1) το νερό

    горя́чая (холо́дная) вода́ — το ζεστό (κρύο) νερό

    кипячёная вода́ — το βρασμένο νερό

    минера́льная вода́ — το μεταλλικό νερό

    питьева́я вода́ — το πόσιμο ( или γλυκό) νερό

    газиро́ванная вода́ — η γκαζόζα

    2) мн.

    (лече́бные) во́ды — τα ιαματικά νερά

    Русско-греческий словарь > вода

  • 2 воды

    воды
    мн.
    1. (минеральные источники) τά μεταλλικά νερά, τά ἱαματικά νερά/ ἡ λουτρόπολη [-ις], τά λουτρά (курорт)·
    2. (водные пространства) τά ὕδατα:
    территориальные \воды τά χωρικά ὕδατα.

    Русско-новогреческий словарь > воды

  • 3 тёплый

    επ., βρ: тпел, тепла, тепло πλθ. теплы κ. теплы.
    1. ζεστός, θερμός. тёплый чай ζεστό τσάι•

    тёплый воздух ζεστός αέρας•

    -ая погода ζεστός καιρός•

    тплые страны οι θερμές χώρες•

    тёплый климат θερμό κλίμα•

    тёплый день ζεστή μέρα•

    -ые носки ζεστές κάλτσες.

    2. εγκάρδιος, φιλόφρονας, καλός•

    тёплый прим θερμή υποδοχή•

    спосибо вам за -ые слова σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια•

    -ая дружба εγκάρδια φιλία.

    3. μτφ. ευχάριστος, ευάρεστος (για χρώμα, ήχο, μυρουδιά).
    εκφρ.
    - ые воды – θερμά ιαματικά νερά•
    - ая компания – στενή παρέα•
    сказать пару -ых слов – (απλ.) λέγω δυο λόγια τσουχτερά• μαλώνω κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > тёплый

См. также в других словарях:

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • σπα — (Spaa). Βελγική λουτρόπολη στην επαρχία Λιέγης, με 10.000 κατ. Στη λουτρόπολη υπάρχει αξιόλογος ναός του 1880. Τα ιαματικά της νερά θεραπεύουν καρδιακές και νεφρικές παθήσεις. Η πόλη συνδέεται με τη Συνδιάσκεψη του Σ. (5 16 Ιουλίου 1920), στην… …   Dictionary of Greek

  • κυανοβακτήρια ή κυανοφύκη — Μεγάλη ετερογενής ομάδα προκαρυωτικών φωτοσυνθετικών οργανισμών. Τα κ. είχαν αρχικά ταξινομηθεί μαζί με τα φύκη, επειδή ο φωτοσυνθετικός τους μηχανισμός είναι παρόμοιος με αυτόν των χλωροπλαστών των φυκών και των ανωτέρων φυτών· ωστόσο, πλέον,… …   Dictionary of Greek

  • μοφέττα — η 1. (μεταλλευτ.) έκλυση δηλη τηριώδους ή ασφυκτικού δύσοσμου αερίου στις υπόγειες εργασίες τών μεταλλείων, όπως είναι το υδρόθειο και το μεθάνιο 2. γεωλ. α) φουμαρόλη, ηφαιστειακή έκλυση αερίων η οποία έχει θερμοκρασία χαμηλότερη τού σημείου… …   Dictionary of Greek

  • ασβεστόλιθος — Ένα από τα πιο διαδεδομένα ιζηματογενή πετρώματα. Αποτελείται κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3) μέχρι 50%, συμμετέχουν όμως πάντοτε διάφορες άλλες ουσίες σε ποικίλες αναλογίες. Το χρώμα του επίσης ποικίλλει από υπόλευκο έως υποκίτρινο,… …   Dictionary of Greek

  • υδρολογία — Επιστήμη που μελετά τις φυσικές και χημικές ιδιότητες των νερών, την κατανομή τους πάνω στη Γη, τη σχέση τους με το περιβάλλον και όλες τις φάσεις του «κύκλου» τους. Η υ. αναπτύχθηκε πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια και έχει εξαιρετικά και ωφέλιμα… …   Dictionary of Greek

  • υδρομεταλλικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μεταλλικά ή ιαματικά νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μεταλλικός] …   Dictionary of Greek

  • Κορινθίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.289 τ. χλμ., 154.624 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Ο ν.Κ. εκτείνεται στη βορειανατολική Πελοπόννησο και καταλαμβάνει μικρό τμήμα της Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει Δ με τον νομό Αχαΐας, Ν με τους νομούς Αρκαδίας και… …   Dictionary of Greek

  • Στζολνόκ — Πόλη της Ουγγαρίας πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας, 90 χλμ. ΝΑ της Βουδαπέστης στη συμβολή των ποταμών Ζάγκιβα και Τίμπισκο (78.000 κάτ.). Η πόλη έχει αναπτυγμένο εμπόριο γεωργικών χημικών προϊόντων, υφασμάτων, τροφίμων μηχανημάτων, χαρτιού,… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»